-
1 αδελφοί
αδελφοί οιбратья – все христиане -
2 ἀδελφοὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδελφοὶ
-
3 Ἀδελφοί
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀδελφοί
-
4 ἀδελφοί
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδελφοί
-
5 αδελφος
Iэп.-ион. ἀδελφε(ι)ός ὅ (voc. ἄδελφε) братοἱ ἀδελφοί Eur. etc. — братья, реже Eur. брат и сестра;
ἀδελφεοὴ ἀπ΄ ἀμφοτέρων Her. — брат и по отцу и по материII31) братский, братнин(χεῖρες Aesch., Soph.; πολιτεία Plut.)
2) перен. братский, родственный, близкийἀδελφὰ τῶνδε и τούτοιν Soph. — нечто вроде этого;
τούτων ἀδελφά τε καὴ ἀδελφῶν ψυχῶν ἔργα Plat. — дела, близкие к этим и совершаемые родственными между собой душами;τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης ἀδελφή Plut. — (сражение), напоминающее Марафонское -
6 αλληλοφονος
-
7 τριδυμος
2[ по аналогии с δίδυμος, от δύο] троичный, тройнойτρίδυμοι παῖδες Plut. — тройни;
τρίδυμοι ἀδελφοί Plut. — три брата-близнеца -
8 δίδυμος
См. также в других словарях:
ἁδελφοί — ἀδελφοί , ἀδελφός son of the same mother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδελφοί Αρβάλες — (fratres arvales, δηλαδή αδελφοί των αγρών, στα ελληνικά αδελφοί αρουραίοι). Σωματείο από 12 ισόβιους ιερείς της αρχαίας Ρώμης, που τελούσαν τη λατρεία της Δίας (Dea Dia), μιας θεότητας που δεν αναφέρεται αλλού, αλλά ταυτιζόταν με την παλιά… … Dictionary of Greek
Αδελφοί του Ελεύθερου Έρωτα — Κοινότητα που ιδρύθηκε από τον Γουίλιαμ Άλεν το 1854, στο Νιου Χέβεν της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Τα μέλη της δεν παντρεύονται, ζουν λιτή ζωή και εργάζονται στο ίδιο κτήμα. Έχουν ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, ακόμα και με συγγενικά τους πρόσωπα … Dictionary of Greek
Αδελφοί του Κοινού Βίου — Θρησκευτικές κοινότητες που άκμασαν στην κεντρική και βόρεια Γερμανία και στις Κάτω Χώρες στον 15o αι. και διατηρήθηκαν έως τον 17o. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε από τον Γκέραρντ Γκροστ στην πόλη Δέβεντερ της επισκοπής της Ουτρέχτης γύρω στο 1380.… … Dictionary of Greek
ἀδελφοί — ἀδελφός son of the same mother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μονγκολφιέ, αδελφοί — (Montgolfier, εξελληνισμένο Μογγολφιέροι)· Ζοζέφ – Μισέλ (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1740 – Μπαλαρίκ λε Μπεν 1810)· Ζακ – Ετιέν (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1745 – Σεριέρ 1799). Γάλλοι βιομήχανοι, εφευρέτες του αερόστατου με θερμό αέρα, το οποίο από της… … Dictionary of Greek
Σιαμαίοι αδελφοί — Δίδυμοι αδελφοί, (Τσανγκ Ενγκ) που τα σώματά τους συνδέονταν με μια σάρκινη λουρίδα από το στήθος. Γεννήθηκαν στην Ταϊλάνδη το 1811, από Κινέζους γονείς. Η λουρίδα που τους ένωνε είχε μήκος 0,055 μ. περίπου, αλλά με την πάροδο του χρόνου, και… … Dictionary of Greek
Γκριμ, αδελφοί — (Grimm).Γερμανοί φιλόλογοι και συγγραφείς παραμυθιών με διεθνή απήχηση. Ο Γιάκομπ (Jacob, 1785–1863) και ο Βίλχελμ (Wilhelm, 1786–1859), είχαν κοινές ιδέες και έζησαν τα ίδια γεγονότα, αλλά διέφεραν ως ιδιοσυγκρασίες: πιο αυστηρός και… … Dictionary of Greek
Μανάκια, αδελφοί — (Γιάννης Μ., Αβδέλα Γρεβενών, 1878 – Μπίτολα, ΠΔΜ, 1960; και Μίλτος Μ., Αβδέλλα Γρεβενών 1882; –Μπίτολα, ΠΓΔΜ, 1964). Φωτογράφοι και κινηματογραφιστές. Κατάγονταν από μια παλαιά βλαχόφωνη οικογένεια. Ο Γιάννης Μ. τελείωσε το γυμνάσιο στο… … Dictionary of Greek
Μαρξ, αδελφοί — (The Marx Brothers). Οικογένεια Αμερικανών κωμικών του κινηματογράφου. Την ομάδα αποτελούσαν τα αδέλφια Γκράουτσο Μ. (Groucho Marx, Νέα Υόρκη 1890 – 1977), Ζέπο Μ. (Zeppo Marx, Νέα Υόρκη 1901 – 1979), Τσίκο Μ. (Chico Marx, Νέα Υόρκη 1886 – 1961)… … Dictionary of Greek
Γουόρνερ, αδελφοί — (Warner brothers). Οικογένεια Καναδών επιχειρηματιών, πολωνοεβραϊκής καταγωγής. Παραγωγοί και επιχειρηματίες σε όλους τους χώρους του θεάματος και της λαϊκής κουλτούρας (κινηματογράφος, τηλεόραση, δισκογραφία, βιβλία, κόμικς κλπ.), ο Χάρι… … Dictionary of Greek